- αμνηστευτικός
- -ή, -όεκείνος με τον οποίο δίνεται η αμνηστία: Στην «Eφημερίδα της Kυβερνήσεως» δημοσιεύτηκε το αμνηστευτικό διάταγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμνηστευτικός — ή, ό [αμνηστεύω] αυτός μέσω τού οποίου παρέχεται αμνηστία … Dictionary of Greek
άμνηστος — ἄμνηστος, ον (Α) αυτός που ξεχάστηκε, ο λησμονημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνηστὸς < μιμνήσκω. ΠΑΡ. αμνηστία, αμνήστευτος, αμνηστικός, αρχ. ἀμνηστεύω, νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος, αμνηστευτικός, αμνηστεύω, αμνηστώ] … Dictionary of Greek